ΤΡΥΠΗΤΗ(ΎΠΑΝΑ, ΙΣΟΒΑ 'Η ΜΠΙΤΖΙΜΠΑΡΔΙ ): " Ίσταται κατά τον βορράν, στηριζόμενο επί φυσικού μπαλκονίου, εξόχως μεγαλοπρεπής και η περικλείουσα αιώνια βλάστηση αποτελεί τον μανδύα του. Αυτός λάμπει και απαστράπει εις όλα τα παιχνίδια των χρωμάτων εις καθημερινό θέαμα και ακτινοβολεί ως φαιοπράσινη φλόγα υπό τας πρωϊνάς αχτίδας του ηλίου".

''Πρός άρκτον δ' 'ομορα ήν τω Πύλω δύο πολίδια Τριφυλιακά 'Υπανα και Τυπανέαι και ποταμοί δε δύο εγγύς ρέουσι, ο τε Δαλίων (Διάγων) και ο Αχέρων εκβάλοντες εις τον Αλφειόν"
(Στράβων Η΄3,15)

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2015

Η Παγκόσμια Οικονομία!



Σοσιαλισμός: Έχεις δύο αγελάδες και δίνεις την μία στον γείτονά σου.
Κομμουνισμός: 'Έχεις δύο αγελάδες, η κυβέρνηση παίρνει και τις δυο και σου δίνει λίγο γάλα.
Φασισμός: Έχεις δύο αγελάδες, η κυβέρνηση παίρνει και τις δύο και σου πουλά λίγο γάλα.
Ναζισμός: Έχεις δύο αγελάδες, η κυβέρνηση παίρνει και τις δύο και σε σκοτώνει κιόλας.
Γραφειοκρατία: Έχεις δύο αγελάδες, η κυβέρνηση παίρνει και τις δύο, σκοτώνει την μία , αρμέγει την άλλη και στο τέλος πετά το γάλα.
Καπιταλισμός: Έχεις δύο αγελάδες, πουλάς τη μία, αγοράζεις έναν ταύρο, πολλαπλασιάζεις το κοπάδι και η οικονομία αναπτύσσεται ομαλά. Στη συνέχεια, πουλάς όλο το κοπάδι γίνεσαι εισοδηματίας και περνάς ζάχαρη.
Αμερικανική Οικονομία: Έχεις δύο αγελάδες, πουλάς τη μία και αναγκάζεις την άλλη να παράγει γάλα όσο 4 αγελάδες. Αργότερα προσλαμβάνεις έναν εμπειρογνώμονα για να αναλύσει τους λόγους για τους οποίους η αγελάδα έπεσε νεκρή.
Γαλλική Οικονομία: Έχεις δύο αγελάδες, απεργείς γιατί θέλει και τρίτη.
Γιαπωνέζικη Οικονομία: Έχεις δύο αγελάδες και τις ανασχεδιάζεις έτσι ώστε να έχουν το 1/10 του μεγέθους τους και να παράγουν 20 φορές περισσότερο γάλα. Μετά σχεδιάζεις ένα έξυπνο καρτούν, το ονομάζεις Cowmon και το πουλάς σε όλο τον κόσμο.
Γερμανική Οικονομία: Έχεις δύο αγελάδες, και τις ανασχεδιάζεις έτσι ώστε να ζουν 100 χρόνια, να τρώνε μια φορά το μήνα και να αυτοαρμέγονται.
Ιταλική Οικονομία: Έχεις δύο αγελάδες αλλά δεν ξέρεις που είναι, έτσι κάνεις διάλειμμα για φαγητό.
Ρωσική Οικονομία: Έχεις δύο αγελάδες, τις μετράς και στην πραγματικότητα μαθαίνεις πως είναι 5. Τις ξαναμετράς και μαθαίνεις πως έχεις 42. Την τρίτη φορά μαθαίνεις πως έχεις δύο ξανά. Μετά σταματάς και ανοίγεις ένα μπουκάλι βότκα ακόμα.
Κινεζική Οικονομία: Έχεις δύο αγελάδες, 300 ανθρώπους να τις αρμέγουν, ισχυρίζεσαι ότι εξασφαλίζεις πλήρη απασχόληση και υψηλή παραγωγικότητα και συλλαμβάνεις τον δημοσιογράφο που δημοσιοποιεί τους παραπάνω αριθμούς.
Ινδική Οικονομία: Έχεις δύο αγελάδες, και απλά τις λατρεύεις αφού στην Ινδία αποτελεί ιερό ζώο.
Βρετανική Οικονομία: Έχεις δύο αγελάδες, όμως και οι δυο είναι τρελές.
Ελληνική Οικονομία: Έχεις δύο αγελάδες, τις πουλάς όσο όσο, τα χρήματα που παίρνεις τα δίνεις προκαταβολή να πάρεις ακριβό αυτοκίνητο το οποίο θα αποπληρώσεις σε 7.083 δόσεις.

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

49 χρόνια πρίν... 24-ΙΧ-1966!

ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΛΙΤΤΟΝ


Η εταιρεία Λίττον απέσυρε χθες τας προτάσεις της όπως αναλάβη την οικονομικήν ανάπτυξιν της Κρήτης και της Δυτικής Πελοποννήσου. [...] Ο υπουργός Συντονισμού κ. Κωνσταντίνος Μητσοτάκης εξέφρασε την λύπην του. […] Διά λόγους καθαράς κομματικής σκοπιμότητος, είπεν ο κ. Μητσοτάκης, τόσον η Ενωσις Κέντρου όσον και η ΕΔΑ κατεπολέμησαν την επιχειρηθείσαν συνεργασίαν διά τοιούτων μεθόδων, ώστε να αναγκάσουν την Λίττον να αποσύρη τας προτάσεις της [...]. Η Κυβέρνησις, είπεν ο κ. Μητσοτάκης, καταγγέλλει την πολιτικήν αυτήν, η οποία κατέληξεν εις την απομάκρυνσιν της Λίττον προς μεγάλην ζημίαν της προσπαθείας διά την οικονομικήν ανάπτυξιν της Κρήτης και της Δυτικής Πελοποννήσου. [...] Παράγοντες της Ενώσεως Κέντρου προσκείμενοι εις τον κ. Ανδρέαν Παπανδρέου, αναφερόμενοι εις τας δηλώσεις του κ. Μητσοτάκη [...], υπεστήριζον την νύκτα τα εξής: «Η εταιρία απέσυρε τας προτάσεις της, αφού απεκαλύφθη, κατά την συζήτησιν εις την βουλήν, ότι επρόκειτο περί τεχνάσματος εις βάρος του ελληνικού δημοσίου. Διότι απεδείχθη ότι η Λίττον ουδεμίαν υποχρέωσιν ανελάμβανε να πραγματοποιήση συγκεκριμένα έργα και ουδεμίαν κύρωσιν θα υφίστατο διά την μη πραγματοποίησιν [...].»
Όλες οι μετά '81 συμβάσεις βέβαια, ήταν πιο συμφέρουσες για το ελληνικό δημόσιο του Ανδρέα!
http://www.kathimerini.gr/

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

Αλή Μουλάς - Δελγιώτης, Ιστορικό Διήγημα! (Γ΄Μέρος)

ΑΛΗ ΜΟΥΛΑΣ
Ιστορικό Διήγημα υπό Αγ. Τσελάλη  ( Ολυμπιακά Χρονικά 1970)

 Αγάπησε τούτη  την τουρκοπούλα την πεντάμορφη. Εδέθη με τα σαράγια, τα περβόλια, τα άτια, τους ανθρώπους. Έγινε ως μέστωνε και άντρυε και ομόρφαινε και δυνάμωνε, ο πρώτος στο Φανάρι, λατρεμένος άντρας της Εμινέ χανούμ. Κι όταν πέθανε ο Κορμπάς, έγινε αυτός αγάς του Φαναριού, πάμπλουτος και πανίσχυρος.
Θάμπωναν σιγά-σιγά μέσα του με τον καιρό, μέσα στις ηδονές, τις δόξες και τα πλούτια, τα παιδικά του χρόνια, οι δικοί του, το χωριό και μάκραιναν από το νου και την ψυχή του κι έσβεναν. Του Κοτυλίου οι κοιλάδες, τα φαράγγια, οι Βάσσες, της Νέδας οι όχθες, του Λυκαίου οι κορφές ήταν ανάμνηση θαμπή και μακρυνή. Και τώρα….
-Ίκινι!...Να φύγουμε!....Μας έζωσε η κλεφτουριά!!...
-Εσήκωσαν κεφάλι οι ραγιάδες να κόψουν τα κεφάλια μας, να πάρουνε το βιος μας…
Φωνές έξω από το σαράγι. Φώναζαν οι Φαναρίτες τούρκοι, τρίγγλιζε, έκλαιγε η Εμινέ χανούμ δίπλα του.
-Δε στο είπα μπουκουράκο μου, δε στο είπα εγώ, αγά μου, να πάμε στη Τρομπολιτζά, να μπούμε μέσ’ στου Λάλα, όπου έχω πολλούς δικούς, αδέρφια και ξαδέρφια;
-Αδέρφια και ξαδέρφια!...Πικρογέλασε με πόνο ο Αλή Μουλάς Δελγιώτης.Κι άφησε την ματιά και την ψυχή του και φτερούγισαν στις βουνοκορφές του Λυκαίου.  Αναζωντάνεψαν στο νου του τα παιδικά του χρόνια, τα κατατόπια του χωριού, το πατρικό του σπίτι, το μαντρί.
Σα να τα βλέπει τώρα μπροστά του και να τον προσκαλούν. Σαν ν’ ακούει την φωνή του πατέρα του. Όπως στα όνειρά του:
-          « Γιάννη, βόηθα το Φωτεινό να βγάλτε τα ζα απ’ το μαντρί». Συντάραξε τα σωθικά του του πατέρα του η φωνή. Και σαν να του χτύπησε τα ρουθούνια η μυρουδιά τα’ αραποσιτένιου ψωμιού που ξεφουρνίζει η μάνα του κι αχνίζει στο πλαστήρι. Μια ταραχή, ένα παράπονο, ένας πόνος τον συγκλόνιζε. Κι έστρεψε, μπήκε στον οντά να μην ιδούν στο πρόσωπο, στα μάτια του κείνο που τον συγκλόνησε.
Είδε την ταραχή του η Εμινέ, τα μάτια του που γέμισαν…
-          Μην κλαις, μη μου παραπονιέσαι Μπουκουράκο μου… Ταχειά θα ρθεί ο βεζύρης μας με είκοσι χιλιάδες και δε θ’ αφήσει σπόρο ελληνικό… Αλλού επήγε ο νους της. Εκείνος χαμογέλασε με πίκρα και τη χάιδεψε.
Περίπλεξε στο λαιμό του τα κρινοτριανταφυλλένια, τα κοντυλένια μπράτσα της. Χάϊδεψε κείνος στην κοιλιά της το σπόρο τον Ελληνικό, που είχε η Εμινέ στα σπλάχνα της. Συνήλθε ευθύς ο Αλή Μουλάς, τίναξε το ωραίο του κεφάλι  κι εβγήκε, εκατέβη, επήγε στην πλατεία κι εστάθη ατάραχος κοντά στο τζαμί. Τον έζωσαν οι τούρκοι. Τρομαγμένοι από τούτο το αναπάντεχο κακό. Φώναζαν, έβριζαν, απειλούσαν.
Γέροι, γυναίκες αναμαλλιασμένες,  παιδιά αλλάλαζαν ξωφρενα. Ζητούσαν από τον αγά ενθάρρυνση, ελπίδα, προστασία. Οι φωνές, μπερδεμένες, έξαλλες, γεμάτες φόβο κι αγωνία, δυνάμωναν. Οι φωτιές, οι ντουφεκιές, οι φωνές στα βουνά αύξαιναν. «Λευτεριά ή θάνατος».
- Να φύγουμε… Στην Τρίπολη, στο Λάλα… Στρίγκλιζζαν οι Τούρκισες στο Φανάρι.
Εκείνη την στιγμή εφάνη κι ερχόταν προς την πλατεία ένας έφηβος, ψηλός, καλοντυμένος. Κρατούσε ανοιχτή, άσπρη σημαία με κοντάρι. Κι ως βάδιζε καμαρωτός κι’ αργοπερπάτητος, κυμάτιζε πάνω από το όμορφο κεφάλι του η σημαία, ανέμιζαν τα κάτασπρά του φαρδομάνικα και η χιονάτη φουστανέλλα του λικνιζόταν ανάλαφρα.
Το έζωσαν οι Τούρκοι, περίεργοι κι’ ανήσυχοι. Μέριασαν, άνοιξαν δρόμο να φτάσει στον Αγά. Στέκονταν κείνος παραξενεμένος στο τζαμί με το μελιτζανί του σαλβάρι και το μπαρουτί αμπέχωνο με τα όμορφα κεντήματα. Το χέρι στα λαμπρά του όπλα. Η ματιά του στα μάτια του νιού, στην κατάσπρη σημαία.
Κυτάχτηκαν κατάματα ο έφηβος και ο αγάς. Οι ματιές του Έλληνα, κοφτερές και λαμπερές, σαν αστραπή, επίμονες, εξεταστικές, επιτιμιτικές στα μάτια του αγά. Τον αναμέτραγαν. Του αγά τα μάτια έπαιξαν ανήσυχα, χαμήλωσαν, στράφηκαν προς το πλήθος, που έστεκε ολόγυρα πλημμυρισμένο από βουβή περιέργεια κι’ αβάστακτη αγωνία.
- Τι είσαι συ, ορέ; … Μαξούς; … Φέρνεις μαντάτο;
- Απεσταλμένος, κήρυκας. Είπε κοφτά ο  νέος
- Τι είναι αυτοί που κλωθογυρίζουν στο βουνό και ντουφεκάνε;
- ¨Ελληνες Αλή Μουλά.
- Ραγιάδες…Και τι γυρεύουνε ορέ; Αλάφρωμα της δεκατιάς ή φέρνουν το χαράτσι;
- Γραφουν εδώ τι θέλουν… Έβγαλε από τον κόρφο του ένα χαρτί, το έτεινε στον αγά με τρόπο επισημότατο και τον εκάρφωσε με την αστραφτερή ματιά του.
- Τι λέει βρε;…Για διάβαστο.

- «Από εμάς τους αρχηγούς των Ελλήνων, σε σε Αλή Μουλά Μπούκουρα Δελγιώτη, σε σας αγάδες του Φαναριού.

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015

Η Ωδή της βρύσης!

Η παλιά βρύση πλαισιωμένη από κισσό σε Acrylic Realism Painting


Κατηφοριζόντας από το χωριό τον, στρωμένο με ασφαλτοτάπητα πλέον, δρόμο με θέα εκ δεξιών την απαράμιλλης ομορφιάς και θέας κοιλάδας του ασημόχαλκου Αλφειού και εξ αριστερών του θινώδους, και κάθετου, βράχου με την πυκνή βλάστηση που οργιάζει πάνω απ' το κεφάλι σου σαν αερικά που θέλουν να σε συνεπάρουν μέρα μεσημέρι, φθάνεις σε ένα μονοπάτι πλαισιωμένου από φτερίνες, δεξιά του αμαξητού. Έχεις φτάσει στην παλιά βρύση. Βρίσκεται κάτω από ένα αιωνόβιο πλατάνι και θαρρείς πως και αυτή μαζί του κάνει ένα παράλληλα μακρύ ταξίδι μέσα στην δίνη του χρόνου, με το κελάρυσμα της. Τίποτα δε νοθεύει το τραγούδι της, τόσο που τα κάθε λογής πουλάκια προτού πιουν, ξαποσταίνουν για λίγο ν' ακούσουν. Το δεύτερο τραγούδι της είναι αυτό  του κισσού, που την έχει σκεπάσει στο στηθαίο και στα κεραμίδια, και της φτέρης που πλαισιώνει τον χώρο. Το ελαφρύ αεράκι, στην μικρή πλαγιά, θροΐζει τα φύλλα του γεροπλάτανου και ακούς τον γλυκό ήχο του τρίτου τραγουδιού. Κρατάς την ανάσα, λες και είσαι σε πανάρχαιο ιερό χώμα, για αφουγκραστείς τα τραγούδια της βρύσης. Πίνεις ευλαβικά το κρουσταλλένιο και δροσερό νερό, ξεδιψάς και φεύγεις ήσυχα μην τυχόν και χαλάσεις την μελωδία του τοπίου.

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

Μυστράς (Μέρος Α΄)!

Μυστράς 1937

Η ιστορία του Μυστρά αρχίζει από τα μέσα του 13ου αιώνα, όταν συμπληρώθηκε η κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους. Το 1249 ο Γουλιέλμος Β' Βιλλαρδουίνος έκτισε το κάστρο του στην ανατολική πλευρά του Ταϋγέτου, στην κορυφή ενός υψώματος με απότομη και κωνοειδή μορφή που κατά τους ντόπιους είχε σχήμα μυζήθρας από τσαντίλα, κσι του είχαν προσδώσει την ονομασία Μυζυθράς. Μετά από παραφθορά ντόπιων ονομάστηκε Μυστράς, ονομασία που κατέχει μέχρι και σήμερα. Άλλη εκδοχή μιλά για παλαιότερο ιδιοκτήτη-γαιοκτήμονα με το όνομα Μυζηθράς που προσέδωσε το όνομά του και στην περιοχή. Μια τρίτη εκδοχή αναφέρεται πάλι στο κωνοειδές σχήμα του  που θυμίζει μαστό που στα αρχαία ελληνικά λέγονταν μαζός.

"Βουνίν εύρε παράξενο, απόκομμα εις όρος.
κάστρον εποίκεν αφηρόν, Μυ(ζη)θράν ονομασέν το".
                                                       Χρονικό του Μορέως




Ο Μυστράς εξελίχθηκε σε μια σπουδαία καστροπολιτεία και έγινε πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του Μορέως στην ύστερη εποχή της βυζαντινής αυτοκρατορίας που είχε κατακερματιστεί σε μικρές πόλεις-κράτη κατά το αρχαίο ελληνικό σύστημα με αυτοδιοίκητο και όλα τα παρελκόμενα. Μαζί με αυτό της Ηπείρου αποτελούσαν τα πιο σημαντικά και ισχυρά σε όλη την βυζαντινή επικράτεια.
 Κατά το 1249 ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος κτίζει τον Μυστρά και εγκαινιάζει μια ένδοξη εποχή ελληνισμού στην περιοχή. Λέμε ένδοξη εποχή ελληνισμού για τον λόγο πως μετά δέκα έτη, από την ίδρυση του κάστρου, συλλαμβάνεται από τα βυζαντινά στρατεύματα στην ήττα που υπέστη στην μάχη της Πελαγονίας και ο βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄Παλαιολόγος απαιτεί την παράδοση του κάστρου για να αφήσει ελεύθερο τον Φράγκο πρίγκηπα. Η σύζυγος του Γουλιέλμου και οι άλλες γυναίκες πείθουν την Κούρτη να δεχθούν την πρόταση του αυτοκράτορα και έτσι ο Μυστράς περνά στα χέρια των βυζαντινών Παλαιολόγων. Ήταν άνοιξη του 1262.
Ο Μυστράς γίνεται έδρα βυζαντινού στρατηγού, του σεβαστοκράτορος, και από εκεί ξεκινά η ένδοξη ιστορική του πορεία που θα διαρκέσει δύο αιώνες. Οι κάτοικοι της παραπλήσιας πόλης της Λακεδαίμονος έρχονται και εγκαθίστανται γύρω από το κάστρο και έτσι ο Μυστράς γίνεται από τις ενδοξότερες καστροπολιτείες στον ελλαδικό χώρο. 
Το 1289 μεταφέρεται η έδρα της Κεφαλής από την Μονεμβασία στον Μυστρά και έπαψε να διορίζεται διοικητής κάθε χρόνο. Από το 1308 μεταβάλλεται το σύστημα διοικήσεως και οι στρατηγοί γίνονται μόνιμοι διοικητές. Το 1349 ο Μυστράς θα γίνει έδρα του, σχεδόν, αυτόνομου Δεσποτάτου του Μορέως με πρώτο "Δεσπότη" τον Μανουήλ Καντακουζηνό γιο του αυτοκράτορα Ιωάννη Στ'. Οι Έλληνες του Μυστρά έζησαν ήρεμα σε συνδυασμό την αφομοίωση των Φράγκων που επέλεξαν να παραμείνουν εκεί. Τα προβλήματα του Μανουήλ ξεκίνησαν σαν ο Ιωάννης Καντακουζηνός ακολούθησε τον μοναχικό βίο και τον διαδέχτηκε ο γαμπρός του Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος. Συναυτοκράτωρ ήταν ο γιος του Ματθαίος ο οποίος ήθελε μόνος του τον θρόνο. Ο πατέρας του σε αντάλλαγμα του προσέφερε το Θέμα της Πελοποννήσου χωρίς να ζητηθεί η γνώμη του Μανουήλ που ονομάστηκε δεσπότης της Λήμνου. Ο Ιωάννης έστειλε τα ξαδέρφια του Μιχαήλ και Ανδρέα Ασάνη αλλά ο Καντακουζηνός δεν παρέδιδε με αποτέλεσμα να γυρίσουν πίσω άπρακτοι. Ο Μανουήλ απέκτησε μεγάλη ισχύ και ο Μυστράς πλέον θα γίνει η πρωτεύουσα του Μοριά.
Το 1383 την δυναστεία των Καντακουζηνών διαδέχεται η οικογένεια των Παλαιολόγων που έμελλε να είναι και η τελευταία πριν την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας στα χέρια των Οθωμανών. 
Ο πρώτος Παλαιολόγος ήταν ο Θεόδωρος Α΄ θα διοικήσει τον Μυστρά με μεγάλη σύνεση και θα επεκτείνει την εξουσία του Δεσποτάτου σε όλον τον Μοριά και θα γίνει κοιτίδα πολιτισμού και ελληνισμού στο απέραντο μωσαϊκό της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Τα γράμματα και οι τέχνες θα βρεθούν σε μεγάλη ανάπτυξη με αποτέλεσμα να έχουμε την ελληνική αναγέννηση. Σοφοί, λόγιοι και καλλιτέχνες συγκεντρώθηκαν στην αυλή του Δεσπότου με σημαντικότερο όλων των Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα.
Προτελευταίος Δεσπότης έμελλε να είναι ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄Παλαιολόγος ο μετέπειτα τραγικός αυτοκράτορας της βασιλευούσης. Ο Κωνσταντίνος διαδέχτηκε τον αδερφό του Ιωάννη Η΄στον αυτοκρατορικό θρόνο.
Το 1460 ο Μυστράς παραδίδεται, στον Μωάμεθ Β΄τον πολιορκητή, από τον τελευταίο Δεσπότη Δημήτριο Παλαιολόγο. Έκτοτε μέχρι και το 1540 ο Μυστράς αποτελεί πρωτεύουσα του σαντζακίου του Μοριά και γίνεται από τα πιο σημαντικά κέντρα παραγωγής και εμπορείας μετάξης στην Ανατολική Μεσόγειο. Το 1687 μέχρι και το 1715 ο Μυστράς περνά στα χέρια των Ενετών, που κατέχουν όλη σχεδόν την Πελοπόννησο και το 1715 επανέρχεται στην κατοχή των Τούρκων.
Το 1770 με τα Ορλωφικά, μικρό στράτευμα Ελλήνων και Ρώσων πολιόρκησαν την τουρκική φρουρά μέσα στο κάστρο, οι Τούρκοι άμαχοι παραδίδονται και σφαγιάζονται στην είσοδο της πόλης από του Μανιάτες που σε όλες τις περιπτώσεις έβαζαν το κέρδος πάνω από κάθε τι άλλο. Την ολοκληρωτική σφαγή θα σταματήσει ο μητροπολίτης που μπήκε στην μέση. Μετά τα Ορλωφικά ο Μυστράς υπέστη αντίποινα, όπως συνέβη παντού, ανακαταλαμβάνεται από τους Τουρκαλβανούς και έκτοτε αρχίζει η  πτώση και τελική ερήμωσή του.
Το 1825 ο Ιμπραήμ λεηλατεί την πολιτεία και εγκαταλείπεται και από τους τελευταίους η περίφημη καστροπολιτεία. Μεταφέρονται στους πρόποδες του λόφου και εκεί θα ιδρύσουν τον νέο Μυστρά. Με την απελευθέρωση οι τοπικές αρχές του νέου κράτους εγκαθίστανται στον ερειπωμένο Μυστρά και το 1834, που ο Όθωνας θα θεμελιώσει την νέα πόλη της Σπάρτης με πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα πολεοδομικό σχέδιο, θα εγκαταλειφθεί και πάλι η ένδοξη καστροπολιτεία και θα αρχίσει να ερημώνεται. 
"Παρόρι με τα κρύα νερά κι΄ Άι Γιάννη με τ΄ άνθη.

"...κι΄ εσύ, καημένε μου Μυστρά, 
που σ΄ έφαγεν η Σπάρτη".

O Φώτης Κόντογλου ήταν  πρώτος που έγραψε για τον Mυστρά:
«...είναι μια στοιχειωμένη πολιτεία,
γιατί ’ναι μεν ρημασμένη, μα στέκεται μ’ ούλα της τα σπίτια,
οι δρόμοι, οι καμάρες, τα μνημόρια, τα τειχιά,
όπως ήταν ζωντανά. Kαι κάθε έθνος
που πέρασε άφ ησε τα δικά του χνάρια
και για τούτο είναι μπερδεμένα
αναμεταξ ύ τους βυζαντινά, φράγκικα
και τούρκικα».

Οι τελευταίοι κάτοικοι που θα την εγκαταλείψουν θα είναι το 1953 μετά την ολική απαλλοτρίωση του χώρου από το ελληνικό κράτος. Το 1921 είχε προηγηθεί η κήρυξη του χώρου ως  εξέχον μνημείο βυζαντινής κληρονομιάς.Το 1989 με απόφαση της αρμόδιας επιτροπής της Unesco, ο Μυστράς εγγράφεται ως πολιτιστικό αγαθό στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Οδοιπορικό στον Μυστρά!

Αφιερωμένο το οδοιπορικό στην αγαπητή φίλη Αγγελική Νικητοπούλου-Κωνσταντάρα που μεγάλωσε στον "ίσκιο" του Μυστρά!

Άποψη του Μυστρά



Το πρώτο χτυποκάρδι είναι μόλις αφήσεις την Οθωνική Σπάρτη (πολεοδομικά εννοώ) και αρχίσεις ν΄αντικρίζεις τον Μυζηθρά. Φθάνοντας στην ρίζα του λόφου, κάτω από τα βαθύσκιωτα πλατάνια, και αρχίζοντας να ανηφορίζεις τον ελικοειδή δρόμο με προορισμό την ιστορικότερη καστροπολιτεία, το χτυποκάρδι γίνεται δέος, ρίγος, ρεύμα που διαπερνά όλο σου το κορμί. Αγαλλιάζεις σαν ξεκινάς το ανηφορικό, κακοτράχαλο μονοπάτι ανάμεσα στα χαλάσματα και στις εκκλησιές. Ψαλμωδίες έρχονται στ΄αυτιά σου και ένα αεράκι ιστορίας, θρησκείας και πολιτισμού δροσίζει το ιδρωμένο σου πρόσωπο. Ακατανόητη δύναμη παρουσιάζεται στα πόδια σου και θαρρείς πως ο αρχαίος, παγανιστικός Ερμής σου΄χει δανείσει τα φτερωτά του σανδάλια. Θέλεις να συνεχίσεις.
Φωνές ακούγονται από την μια, λειτουργίες ακούς από την άλλη, κατάνυξη και θαυμασμός για τον λατρεμένο τόπο. Ταξιδεύεις στους αιώνες λες και ανακάλυψες την μηχανή του χρόνου, γυρίζεις πίσω έξι αιώνες. Οι Παλαιολόγοι κυβερνούν και ο Πλήθωνας αναγεννά το ελληνικό πνεύμα, παγώνεις. Τα πόδια καρφωμένα στην γη δεν υπακούν στο μυαλό, περιμένεις. Αφουγκράζεσαι ήχους και περιμένεις να γεμίσουν τα ρουθούνια σου με το άρωμα ιστορίας τούτου εδώ του τόπου. Συνεχίζεις. Κοιτάς δεξιά, κοιτάς αριστερά, η λαλιά σου έχει χαθεί, ρεύμα μεγάλης ισχύος έχει χτυπήσει το κορμί σου, η σπονδυλική σου στήλη έχει παραλύσει. Συνεχίζεις.
Φθάνεις στην κορυφή του λόφου, στο κάστρο που αγέρωχο απλώνει τον ίσκιο της ιστορίας του ακόμη και πάνω από την ιστορική πόλη του Λυκούργου και του Λεωνίδα, την πρών Λακεδαίμονα και νύν, Οθωνική, Σπάρτη. Αναρωτιέσαι πως γίνεται έξι αιώνες να ρίχνουν τον ίσκιο τους πάνω στην πλούσια ιστορία των είκοσι. Ίσκιος βαρύς, ακόμη πιο βαρύς και από αυτουνού του μισέλληνα Φραγκόπαπα του Φουρμόντ, που δεν άφησε πέτρα πάνω σε πέτρα στο πέρασμά του από την Σπάρτη. Κοιτάς την κοιλάδα και θέλεις να μείνει κι άλλο, αλλά ο Ταΰγετος έχει κρύψει τον φωτοδότη πλανήτη. Θέλεις να μείνεις και να ατενίζεις την λαμπρότερη βυζαντινή  ιστορία στον Μοριά, εδώ στην πιο μεγαλοπρεπή καστροπολιτεία της μεγαλυτέρας νήσου της Ελλάδος.
Αυτός είναι ο Μυστράς.

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

Αλή Μουλάς - Δελγιώτης, Ιστορικό Διήγημα! (Β΄Μέρος)

ΑΛΗ ΜΟΥΛΑΣ  
Ιστορικό Διήγημα υπό Αγ. Τσελάλη

( Ολυμπιακά Χρονικά 1970)
Φωτογραφία από το blog του Φαναιώτη φίλου,Κου Χρήστου Αδαμόπουλου

Του εφάνη περίεργο,παράξενο.
Οι φωνές πλήθαιναν και δυνάμωναν.
- Έρδε Πετρόμπεη με Μανιατένε…..Ζορμπάδες και χαϊνιδες!...
Εσηκώθη παραξενεμένος ο Αγάς κι εβγήκε στον εξώστη.
- Τι είναι βρε;…Τι τρέχει;…
- Λαός πολύς, Αλή αγά μου, στα βουνά!...
- Μην είναι λάγια πρόβατα; Μην είναι γκιόσα γίδια;
- Είναι σημαίες Κλέφτικες και είναι των Ελλήνων.
- Μην είναι μπαϊράκια Τούρκικα, μην έρχεται ο πασάς μας;
- Είναι σημαίες με σταυρούς, κατάσπρες και γαλάζιες…
- Έ, είναι οι ραγιάδες μας και θα γυρεύουνε ιγκράμ, αλάφρωμα της δεκατιάς…
Κείνη την στιγμή βροντερή φωνή από την κορφή του Άγιο-Λιά ετάραξε τα πέργυρα και τις καρδιές των Τούρκων.
-«Ώωωωω ρε μπάρμπ’ Αγγελή Ζερμπίνη… Έεεε καπετάν Αγγελή-Βώβοοοο….Έφτασε ο Κολοκοτρώνης και ο Νικηταράς…Ήρθε ο Πετρόμπεης με όλους τους Μανιάτες….Ελάτε να συναγρηκηθήτε…».
 Και μια ομοβροντία τράνταξε τον τόπο κι έκανε του Φαναρίτες Τούρκους να σκύψουν τρομαγμένοι…
Μια ανατριχίλα διαπέρασε τον Αλή Μουλά. Στο άκουσμα, στο όνομα τον συνεπήρε η θύμηση, που τόσα χρόνια μέσα του κοιμάται και ξυπνάει. Η ματιά του εστράφη γεμάτη πίκρα κι αγωνία στα βουνά, στο Λύκαιο. Κι ο νους του πέταξε στη Δέλγα, στο χωριό του, στις πηγές της Νέδας. Η ψυχή του γέμισε στοργή και νοσταλγία. Αναθυμήθη.
Κι αυτός, οκτώ χρονών παιδί, έβοσκε τα γίδια στις πλαγιές κι έπαιζε φλογέρα ξένοιαστο. Κι ήταν – εδώ και τριάντα χρόνια- στο πανηγύρι της Παναγιάς του Σεπετού, στην όχθη του Κελάδου. Το είχε ταμένο η μάνα του. Το στόλισε, το πήρε και το πήγε. Εκεί το είδε  ο Κορμπάς-αγάς του Φαναριού. Πανόμορφο και ωριόκορμο. Εστάθη και το καμάρωνε. Κι ευθύς το αρπάζει από της μάνας του την αγκαλιά, πετάει στα πόδια της ένα κεμέρι με φλουριά να σταματήσει τον οδυρμό και τον δαρμό της, και το επήρε, το έκλεισε στο σαράγι του.
Σπάραξε η μάνα. Γέλασε ο Κορμπάς.
-Ζουρλή, δε θέλεις να γίνει αφέντης το παιδί σου;
-Κάλλιο να το ιδώ νεκρό, παρά σουλτάνο τουρκρμένο…
-Καλά τι μάνα είσαι σύ;
Αγά μου, βγάλε και πάρε την καρδιά μου, ρίχτη να τη φάνε τα σκυλιά σου κι άφησε το παιδί μου να πάει στον πατέρα του.
Γούρλωσε τα μάτια από απορία και θυμό ο μουρτάτης. Και είπε και την έδιωξαν. Πήρε τα όρη σκούζοντας, έφτασε ξέφρενη, ξέψυχη στο Δέλγα κι έπεσε στην αγκαλιά τα’ αντρός της. Έκαμε ώρα να συνέλθει και να το ξεστομίσει. Την έπνιγε ο κόμπος στο λαιμό.
-Γυναίκα!...Το παιδί;…
-Το άρπαξε ο Κορμπάς αγάς του Φαναριού…
Ως το ξεστόμισε, άρπαξε τα’ αρματά του ο Αγγελής ο Βώβος κι έτρεξε, ανέβη στη Ζακούκα κι έκραξε.
-¨Ωωωω ρε Κορμπάκη αγά του Φαναριού…Στείλε μου το παιδί, τι θα σε φάει το φίδι…
Άκουσε, ξεράθηκε στα γέλια ο αγάς κι όυτ’ έδωσε απόκριση. Από τα΄’οτε εβγήκε ο Βώβος στο κλαρί κι όπου άκουγαν οι τούρκοι τη φωνή του τους έπιανε κρύος ιδρώτας.Κι όπου πιά πήγαινε ο Κορμάγας έπαιρνε συνοδεία δυνατή.
Το παιδί το έκλεισε ο αγάς στο σαράγι του. Το στόλισε, το καλολόγισε, το είχε σα δικό του.  Όλοι το αγάπησαν στο Φανάρι. Άστραφτε το μάτι του και ροδοκοκκίνιζε το μάγουλό του, που ήταν καϊμός για τις Τουρκοπούλες, ζήλια στα τουρκόπλα. Έπιανε βόϊδι μανιασμένοαπ’ την ουρά και το κράταγε στον τόπο. Κι όταν άρχιζε το τραγούδι, έλεγες να μη σταμάταγε ποτέ. Σα ν’ άκουγες κοτσίφια να λαλούνε. Κείνο στην αρχή ούτ’ ένοιωθε, ούτε ήξερε. Χάζευε μέσα στους πολυτελέστατους οντάδες του μεγαλόπρεπου σαραγιού του πάμπλουτου Κορμπά. Ευραινόταν με τα στολίδια, με τα καλούδια, τα σερπέτια, τα πεντανόστιμα φαγιά, τις πεντάγλυκες χανούμισες, που του έπαιζαν με τον ταμπουρά τους αμνέδες με λιγωμένα μάτια και κορμιά λαχταριστά.
Σιγά-σιγά με τον καιρό, το έφερε στα νερά του ο Κορμπάς. Το πλάνεψε, τα’ αλλαξοπίστισε, το έκαμε παιδί του. Το έλεγε Αλή Μουλά, Δελγιώτη. Κί όλοι το έλεγαν Μπούλουρα- ωραίον. Μα  απ’ όλους πιο πολύ το αγάπησε η Εμινέ, η κόρη του Κορμπά. Του χάρισε όλες τις χαρές, του έκαμε όλες τις χάρες. Κι ο Γιάννης τα΄Αγγελή του Βώβου από τη Δέλγα, το βοσκόπουλο του Λυκαίου, έγινε «μπεόπουλο». Το μπούκουρο, το όμορφο του Φαναριού.
Συμπάθησε τούτους τους ανθρώπους που τον χαϊδευαν, τον λάτρευαν, τον στόλιζαν, μέσα σε τούτα τα σαράγια και τα χάδια, ανάμεσα στα πλούτη και το αφεντηλίκι, αφέντης.

Συνεχίζεται...



ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ "Η ΙΣΟΒΑ"!



Εντός του Αυγούστου, στο χωριό μας, έλαβαν χώρα οι εκλογές του Πολιτιστικού μας Συλλόγου προς ανάδειξη νέου ΔΣ. Η διαδικασία έγινε στο καφενείο του Μήτσου Πάπαρη και με απόλυτη διαφάνεια και στην εφορευτική επιτροπή ήταν ο Γιάννης ο Τσαγδής και ο Γιάννης Ανδριόπουλος. Τα αποτελέσματα ανέδειξαν οκτώ εκλεγμένους (εφτά βασικούς και έναν αναπληρωματικό) και μετά ολίγων ημερών έγινε η πρώτη συνέλευση με σκοπό την ανάληψη ρόλων για την επόμενη διετία. Η Παναγιώτα (Γιώτα) Νιάρχου αποχώρησε από το ΔΣ λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων και την θέση της πήρε ο πρώτος αναπληρωματικός. Η σύνθεση του νέου ΔΣ έχει ως εξής:

Πρόεδρος:           Ελένη Ντούνα-Τζίβα
Αντιπρόεδρος:   Κώστας Γ. Κωσταντάρας
Γραμματέας:      Φανή Αλεξοπούλου-Νικολακοπούλου
Ταμίας Α΄:          Δημήτριος Γ.Τσαγδής
Ταμίας Β΄:           Οδυσσέας Μ. Πάπαρης
Μέλος:                 Φώτης Γρ.Κουτσογιαννάκης
Μέλος:                 Δημήτριος Δ.Ηλιόπουλος

Θα ήθελα να ευχηθώ προσωπικά στο νέο ΔΣ να έχουν μια καλή θητεία με επιτυχίες, να συνεχίσουν να κρατάνε ψηλά τον πήχη του Συλλόγου και να κάνουν ότι δεν μπόρεσε ή δεν πρόλαβε το απερχόμενο Συμβούλιο. Ευχής έργον θα ήταν να κινηθεί με γνώμονα το καλό του χωριού μας, αφού αυτό είναι το ζητούμενο, και να συμβάλλει στην πολιτιστική του ανάταση.

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

ΚΑΣΤΡΟ ΧΛΕΜΟΥΤΣΙ, ΤΟ ΣΤΟΛΙΔΙ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΗΛΕΙΑΣ!

Με την λέξη κάστρο εννοούμε το κτιριακό συγκρότημα που περιλαμβάνει τα τείχη, τις κατοικίες των στρατιωτών, το αρχοντικό, απαραίτητα έναν ναό, αποθήκες, γιστέρνες και άλλα οικοδομήματα απαραίτητα για την λειτουργία του. Η λέξη καθ΄αυτού προέρχεται από την λατινική castrum ( πληθ.castra) που σημαίνει κάθε είδος ενυειχισμένης στρατιωτικής εγκατάστασης. Οι Ρωμαίοι, όμως πιο κοινή ονομασία είχαν το burgus που προέρχεται από την ελληνική "πύργος" και εννοούσαν τα μικρά φρούρια. Τα φρούρια αυτά με τα χρόνια μεγάλωσαν για πολλούς και διαφόρους λόγους με αποτέλεσμα να επικρατήσει η έννοια "Κάστρο".

Το Χλεμούτσι από την Νότια πλευρά

Με την λέξη "Κάστρο", εμείς οι Ηλείοι, εννοούμε το ανυπέρβλητο κτίσμα πάνω στο όρος Χελωνάτα που ασάλευτο στέκει αιώνες και μας θυμίζει άλλες εποχές κύρους, δύναμης και οικονομικής ευμάρειας. Δεσπόζει στην γόνιμη πεδιάδα της Ηλείας και είναι από τα σημαντικότερα και πιο καλοδιατηρημένα κάστρα σε όλη την Ελλάδα. Είναι εξαιρετικής αρχιτεκτονικής, ενδεικτικό του κύρους και της σημασίας που προσέδωσαν οι Φράγκοι στο συγκεκριμένο κτίσμα.

Εσωτερική άποψη της εξωτερικής περιβόλου

Το Χλεμούτσι κτίστηκε το 1220-1223 από τον πρίγκηπα του Μορέως, Γοδοφρείδο Βιλλεαρδουίνο με πόρους από την δήμευση της περιουσίας της λατινικής εκκλησίας και αυτός ήταν ο λόγος που τον αφόρισε ο πάπας Ονώριος Γ΄. Το ονόμασαν Clermont και με την παραφθορά του απλού λαού μετενομάστηκε σε Χλεμούτσι ή Χλουμούτσι ή Χλουμούτζι. Οι Ενετοί το είπαν Castell di Tornese λόγω της ύπαρξης νομισματοκοπείου κοπής τορνεσίων και δηναρίων μέσα σε αυτό. Κτίστηκε για να προστατεύει την πρωτεύουσα του πριγκηπάτου Ανδραβίδα και το επίνειο αυτής, Γλαρέντζα που αποτελούσε και τον εμπορικό πνεύμονα του Μοριά. Οι Καταλανοί το κατέλαβαν το 1315, αλλά ανακαταλαμβάνεται από τους Φράγκους και παραμένει στην κατοχή τους ως και το 1427 που περνά στα χέρια του Δεσπότη του Μυστρά, και μετέπειτα τελευταίου αυτοκράτορα του βυζαντίου, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ως προικοδότημα από τον γάμο του με την κόρη του Δεσπότη της Ηπείρου, Κάρολου Τόκκου. Το 1460 "πέφτει" στα χέρια των Τούρκων που το κρατούν ως το 1687 που καταλαμβάνεται από τους Ενετούς, για λίγα όμως χρόνια αφού το 1815 το ξαναπαίρνουν οι Τούρκοι και το κρατούν ως και την απελευθέρωση του Ελληνικού κράτους. Το 1701 ο Grimanni προτείνει την κατεδάφιση του κάστρου, που ευτυχώς δεν έγινε και το 1826 ο Ιμπραήμ, μετά από κανονιοβολισμό, καταστρέφει έναν πύργο του εσωτερικού περιβόλου και ένα μέρους του τείχους κοντά σ' αυτόν.
Πολεοδομικά πρόκειται για ένα κτίσμα εξαιρετικής αρχιτεκτονικής χαρακτηριστικής των κορυφαίων τεχνιτών του μεσαίωνα. Αποτελείται από το κυρίως κάστρο που είναι ένα εξαγωνικό κτίσμα που περιλαμβάνει ένα εσωτερικό προαύλιο χώρο και από τον μεγάλο περίβολο που προστατεύεται από τα πανύψηλα εξωτερικά τείχη. Στο κυρίως οικοδομικό συγκρότημα το οποίο ήταν διώροφο, υπήρχε η κατοικία του πρίγκηπα, εκκλησία καθολικού δόγματος, τραπεζαρία και άλλοι χώροι διαμονής καθώς και μια μεγάλη δεξαμενή συγκέντρωσης υδάτων με εξαιρετικής ποιότητας δίκτυο. Κάθε χώρος είχε το δικό του τζάκι, τα οποία ήταν μεγαλοπρεπή ικανά να ζεστάνουν τους αχανής χώρους.
Πανοραμική άποψη αίθουσας του εκθετηρίου
Οι εργασίες αποκατάστασης έχουν κάνει θαύματα και το Χλεμούτσι παρουσιάζει μια λαρτια και πολύ όμορφη για τον επισκέπτη. Το μουσείο του κάστρου είναι μοναδικό με ευρήματα πολύ σημαντικά. Πολύ σημαντικά είναι και τα ευρήματα από την μονή της Ίσοβας στο Μπιτζιμπάρδι και γίνεται ιδιαίτερη αναφορά τόσο στον χώρο του μουσείου, όσο και στον χώρο εκθεμάτων και προβολής εκατέρωθεν της εισόδου.

Το εσωτερικό του Μουσείου

Τέλος θα ήθελα να αναφέρω την πολύ ανθρώπινη πλευρά και την ευγένεια του προσωπικού και ειδικότερα της προϊσταμένης αρχαιολόγου κυρίας Ράλλη, που με το χαμόγελο στα χείλη σε κάνουν να αγαπήσεις αυτό το υπέροχο μνημείο της Ηλειακής μας κληρονομιάς.





Δευτέρα 24 Αυγούστου 2015

ΚΑΣΤΡΟ ΚΑΡΥΤΑΙΝΑΣ, ΤΟ TOLEDO ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ!



Το κάστρο της Καρύταινας ήταν ένα μνημείο που είχα προσωπικό απωθημένο εδώ και αρκετά χρόνια. Περνούσα από κάτω αρκετά συχνά και δεν είχα αξιωθεί να ανέβω και να το δω από κοντά και αυτό έγινε πρόσφατα με αποτέλεσμα να έχω την ικανοποίηση ότι επιτέλους απόλαυσα αυτό το έργο που αν και δεν είναι στην καλύτερη κατάσταση παραμένει σημαντικό και μεταλαμπαδεύει ιστορία ζωντανή στον επισκέπτη.
Το κάστρο χτίστηκε στα μέσα του 13ου αιώνα, περίπου το 1245, από τον Φράγκο ηγεμόνα της περιοχής Ούγκο Ντε Μπρυγιέρ και στα χρόνια της ηγεμονίας του η Καρύταινα γνώρισε την ύψιστη ακμή της. Το κάστρο λόγω της σημαντικής στρατηγικής του θέσης θεωρήθηκε από τα σημαντικότερα της Ελλάδας και, όχι άδικα, ονομάστηκε Τολέδο της Ελλάδας. Μετά από περιπέτειες του ερωτύλου κύρη του το κάστρ θα πωληθεί το 1320 στον Ανδρόνικο Παλαιολόγο. Στα μέσα του 15ου αιώνα πέρασε στα χέρια των Τούρκων και το 1685 πέρασε για λίγο στην κατοχή των Ενετών και το 1715 ξαναπερνά στους Τούρκους.
Κατά την Επανάσταση του 1821 έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο αφού αποτέλεσε ορμητήριο τν Τούρκων στα παραπλήσια μέρη. Μετά την κατάληψή του από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη οχυρώνεται και ο Γέρος του Μοριά χτίζει έξω από τα απόκρημνα τείχη σπ'ιτι και εκκλησία. Ο Ιμπραήμ κατά την επελασή του στον Μοριά προσπάθησε να το καταλάβει χωρίς όμως επιτυχία. Μετά την απελεύθέρωση που οι διοικιτικές υπηρεσίες τις περιοχής μετατέθησαν στην Δημητσάνα, τόσο η πόλη, όσο και το κάστρο πέφτουν σε μαρασμό.


Πολεοδομικά το κάστρο αποτελείται από το εξωτερικό τείχος που είναι σε αρκετά καλή κατάσταση σε αντίθεση με το εσωτερικό μέρος που είναι ερειπωμένο.Στο εσωτερικό μπορείς να δεις τα διάφορα κτίρια όπως  η κατοικία του ηγεμόνα, μιας ευρύχωρης αίθουσας με πολλά παράθυρα, οι κατοικίες των στρατιωτών, πολλές γιστέρνες και άλλοι αποθηκευτικοί χώροι.


Εξωτερικά και αριστερά του κάστρου υπάρχει το κτίσμα που έκτισε ο Κολοκοτρώνης το οποίο βρίσκεται σε εργασίες ανακατασκευής και η εκκλησία που είναι κλειστή και δεν μπορείς να δεις σε τι κατάσταση βρίσκεται. Κατεβαίνοντας προς την Καρύταινα στα δεξιά βρίσκεται η προτομή του Γέρου του Μοριά και πιο κάτω μνημείο αφιερωμένο στον οπλαρχηγό Λιάκο Λιακόπουλο που έπεσε ηρωϊκά στην πολιορκία του Κάστρου στις 27 Μαρτίου του 1821.

Το κάστρο προσφέρει υπέροχη και πανοραμική θέα η οποία αποζημιώνει τον κόπο σου να ανέβεις το απότομο, ανηφορικό και πετρώδες μονοπάτι που οδηγεί σ' αυτό.