ΤΡΥΠΗΤΗ(ΎΠΑΝΑ, ΙΣΟΒΑ 'Η ΜΠΙΤΖΙΜΠΑΡΔΙ ): " Ίσταται κατά τον βορράν, στηριζόμενο επί φυσικού μπαλκονίου, εξόχως μεγαλοπρεπής και η περικλείουσα αιώνια βλάστηση αποτελεί τον μανδύα του. Αυτός λάμπει και απαστράπει εις όλα τα παιχνίδια των χρωμάτων εις καθημερινό θέαμα και ακτινοβολεί ως φαιοπράσινη φλόγα υπό τας πρωϊνάς αχτίδας του ηλίου".

''Πρός άρκτον δ' 'ομορα ήν τω Πύλω δύο πολίδια Τριφυλιακά 'Υπανα και Τυπανέαι και ποταμοί δε δύο εγγύς ρέουσι, ο τε Δαλίων (Διάγων) και ο Αχέρων εκβάλοντες εις τον Αλφειόν"
(Στράβων Η΄3,15)

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Ο δραματικός διάλογος Μεταξά-Γκράτσι που κατέληξε στο «...πολύ καλά λοιπόν, έχομεν πόλεμο»

Αποτέλεσμα εικόνας για 28 οκτωβρίου 1940

Ο Εμμανουέλε Γκράτσι, πρέσβης της Ιταλίας στην χώρα μας, το 1940, συμπρωταγωνιστής κι αυτός της ιστορικής εκείνης νύχτας της 28/10/1940 στο βιβλίο του, που το ονομάζει με μια πρωτοφανή οξυδέρκεια για το μέλλον του καθεστώτος Μουσολίνι: «Η αρχή του τέλους – η επιχείρηση κατά της Ελλάδος», [εριγράφει το διάλογο που είχε με τον Ιωάννη Μεταξά:

Δέκα λεπτά πριν από τις 3 της νύχτας της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο στρατιωτικός μου ακόλουθος, ο διερμηνέας μου και εγώ, φθάσαμε στην καγκελόπορτα μιάς μικρής οικίας στην Κηφισιά, όπου έμενε ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος. Στον φρουρό της οικίας είπα ότι επιθυμώ να δώ τον Πρωθυπουργό για κάτι πολύ επείγον.

Ο φρουρός άρχισε να κτυπά το κουδούνι του εσωτερικού της οικίας, αλλά δεν ελάμβανε καμίαν απάντηση. Διερωτήθηκα εάν ήτο δυνατόν μια πρωθυπουργική κατοικία να μην απαντά αμέσως. Γιατί εγώ είχα εντολή να παραδώσω το τελεσίγραφον στις 3 π.μ. ακριβώς, της 28/10/1940, λόγω δε της προσπάθειάς μου να ακουσθεί το κουδούνι και να ανοίξει η πόρτα, η ώρα είχε ήδη φθάσει 3.

Επιτέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, που έκαμε την εμφάνισή του σε μια μικρή πλαϊνή πόρτα και αναγνωρίζοντάς με, με άφησε να περάσω. Ο Μεταξάς φορούσε μια μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυκτικό. Μου έσφιξε το χέρι και με έβαλε να καθίσω σε ένα μικρό φτωχικό σαλόνι του σπιτιού. Μόλις καθίσαμε, και επειδή η ώρα ήταν λίγα λεπτά μετά τις 3, του είπα αμέσως ότι η Κυβέρνησίς μου, μου είχε αναθέσει να του εγχειρίσω προσωπικά ένα κείμενο, που δεν ήτο τίποτε άλλο, παρά το τελεσίγραφον της Ιταλίας προς την Ελλάδα, με το οποίον η Ιταλική Κυβέρνηση απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων της στον Ελληνικό χώρο, από τις 6 π.μ. της 28/10/1940.

Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Μέσα από τα γυαλιά του, έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν. Όταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο, και με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή μου είπε:
-Μεταξάς: Λοιπόν έχουμε πόλεμο (Alors, c’ est la guerre*).
-Γκράτσι: Όχι απαραίτητα Εξοχότατε. Η ιταλική κυβέρνηση ελπίζει ότι θα δεχθείτε την αξίωσίν της και θ’ αφήσετε τα ιταλικά στρατεύματα να διέλθουν δια να καταλάβουν τα στρατηγικά σημεία της χώρας.
-Μεταξάς: Και ποια είναι τα στρατηγικά αυτά σημεία, περί των οποίων ομιλεί η διακοίνωσις;
-Γκράτσι: Δεν είμαι εις θέσιν να σας είπω, Εξοχότατε. Η Κυβέρνησίς μου δεν με ενημέρωσε… Γνωρίζω μόνον ότι το τελεσίγραφο εκπνέει εις τας 6 το πρωί.
-Μεταξάς: Εν τοιαύτη περιπτώσει η διακοίνωσις αυτή αποτελεί κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος.
-Γκράτσι: Όχι, Εξοχότατε. Είναι τελεσίγραφον.
-Μεταξάς: Ισοδύναμον προς κήρυξιν πολέμου.
-Γκράτσι: Ασφαλώς όχι, διότι πιστεύω ότι θα παράσχετε τας διευκολύνσεις, τας οποίας ζητεί η κυβέρνησίς μου.
-Μεταξάς: ΟΧΙ! Ούτε λόγος δύναται να γίνη περί ελευθέρας διελεύσεως. Ακόμη όμως και αν υπετίθετο ότι θα έδιδα μια τοιαύτην διαταγήν (την οποίαν δεν είμαι διατεθειμένος να δώσω), είναι τώρα τρεις το πρωί. Πρέπει να ετοιμασθώ,να κατέβω εις τας Αθήνας, να ξυπνήσω τον Βασιλέα, να καλέσω τον Υπουργόν των Στρατιωτικών και τον αρχηγόν του Γενικού Επιτελείου, να θέσω εις κίνησιν όλες τις στρατιωτικές τηλεγραφικές υπηρεσίες, έτσι που μια τέτοια απόφασις να γίνει γνωστή στα πλέον προκεχωρημένα τμήματα των συνόρων. Όλα αυτά είναι πρακτικώς αδύνατα. Η Ιταλία, η οποία δε μας παρέχει καν τη δυνατότητα να εκλέξωμε μεταξύ πολέμου και ειρήνης, κηρύσσει ουσιαστικώς τον πόλεμον εναντίον της Ελλάδος. (μετά από μια σύντομη παύση)
-Μεταξάς: Πολύ καλά λοιπόν, έχομεν πόλεμον.
pronews

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

Περί Κολοκοτρώνη!

Αποτέλεσμα εικόνας για κολοκοτρωνης

Ως ελάχιστο φόρο τιμής στην μεγαλύτερη προσωπικότητα της, Αναγέννησης του Έθνους, Ελληνικής Επανάστασης και πρωτεργάτη της ανάτασης του ηθικού του χιλιοταλαίπωρου Ρωμιού, του Αρχιστράτηγου Θεόδωρου Κολοκοτρώνη θα ξεκινήσω μια στήλη με λόγια, γεγονότα και έργα από τον βίο και την πολιτεία του. Ότι και όσα, αν γράψεις για την ζωή και τις πράξεις του Γέρου δεν μπορούν να σκιαγραφήσεις ούτε στο ελάχιστο την ανυπέρβλητη προσωπικότητα του, το ήθος του και τον πατριωτισμό του. Από τα πρώτα του χρόνια και κουβαλώντας την τεράστια κληρονομιά από την γενιά του αποδείχτηκε ανώτερος των περιστάσεων και αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο τόσο για την προετοιμασία του έθνους, όσο και να πρωτοστατήσει όταν "άναψε το φυτίλι".
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε «εις τα 1770, Απριλίου 3, την Δευτέρα της Λαμπρής... εις ένα βουνό, εις ένα δέντρο αποκάτω, εις την παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμαβούνι», όπως αναφέρει στα Απομνημονεύματά του. Ήταν γιος του κλεφτοκαπετάνιου Κωνσταντή Κολοκοτρώνη (1747-1780) από το Λιμποβίσι Αρκαδίας και της Γεωργίτσας Κωτσάκη, κόρης προεστού από την Αλωνίσταινα Αρκαδίας. Η οικογένεια των Κολοκοτρωναίων από το 16ο αιώνα, που εμφανίζεται στο προσκήνιο της ιστορίας, βρίσκεται σε αδιάκοπο πόλεμο με τους Τούρκους. Μονάχα από το 1762 έως το 1806, 70 Κολοκοτρωναίοι εξοντώθηκαν από τους κατακτητές.
Το 1780, ήταν 10 ετών, όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Τούρκους, ένα γεγονός που σημάδεψε τη ζωή του. Στα 17 του έγινε οπλαρχηγός του Λεονταρίου και στα 20 του νυμφεύτηκε την κόρη του τοπικού προεστού Αικατερίνη Καρούσου. Το 1806, κατά τη διάρκεια του μεγάλου διωγμού των κλεφτών από τους κατακτητές, κατόρθωσε να διασωθεί και να καταφύγει στη Ζάκυνθο, όπου κατατάχθηκε στον αγγλικό στρατό κι έφθασε μέχρι το βαθμό του ταγματάρχη. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και στις αρχές του 1821 αποβιβάστηκε στη Μάνη για να λάβει μέρος στον επικείμενο Αγώνα. Φεύγοντας από την Ζάκυνθο για την Μάνη είπε στα παιδιά του:
"Σας βάφτισα στο λάδι, σας προσμένω να σας βαφτίσω και στην φωτιά", Δεκέμβρης 1820.

Πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του, πως βγήκε η φράση;

Αποτέλεσμα εικόνας για πληρωσε τα μαλλια της κεφαλης του

Ο Έλληνας είναι τόσο συνηθισμένος στη σκληρή φορολογία όσο και στη φοροδιαφυγή. Άλλωστε επί Τουρκοκρατίας πλήρωνε ακόμη και «τα μαλλιά της κεφαλής του». Οι εκδοχές για το πώς βγήκε αυτή η έκφραση είναι πολλές και εξίσου πειστικές. Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, ο ραγιάς υποχρεωνόταν να πληρώσει ένα ευφάνταστο και υπερβολικό φόρο που σχετιζόταν με το μήκος των μαλλιών του. Όσο μακρύτερα τα μαλλιά, τόσο ψηλότερος λέγεται ότι ήταν ο φόρος. Έτσι συχνά, οι μακρυμάλληδες έπαιρναν τα βουνά για να γλιτώσουν το μαλλί και φυσικά την τσέπη τους. Ο ιστορικός Χριστόφορος Άγγελος αναφέρει: «Οι επιβληθέντες φόροι ήσαν αναρίθμητοι, αλλά και άνισοι. Εκτός της δεκάτης, του εγγείου και της διακατοχής των ιδιοκτησιών, εκάστη οικογένεια κατέβαλε χωριστά φόρον καπνού, εστίας, δασμόν γάμου, δούλου και δούλης, καταλυμάτων, επαρχιακών εξόδων, καφτανίων, καρφοπετάλλων και άλλων εκτάκτων. Ενώ δε ούτω βαρείς καθ’ εαυτούς ήσαν οι επιβληθέντες φόροι, έτι βαρύτερους και αφόρητους καθιστά ο τρόπος της εισπράξεως και η δυναστεία των αποστελλομένων προς τούτο υπαλλήλων ή εκμισθωτών . Φόρος ωσαύτως ετίθετο επί των ραγιάδων εκείνων οίτινες έτρεφον μακράν κόμην». Από αυτόν τον φόρο βγήκε και η παροιμιώδης φράση «χρωστά τα μαλλιά της κεφαλής του», η οποία χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα. Η πατριωτική ερμηνεία θέλει τους γενναίους οπλαρχηγούς της επανάστασης, όπως ο Κολοκοτρώνης και ο Καραϊσκάκης, να έχουν μακριά μαλλιά, ως ένδειξη περιφρόνησης προς τον Οθωμανό δυνάστη, του οποίου αμφισβητούσαν ευθέως την εξουσία. Μία άλλη εκδοχή σχετίζεται με το είδος του καλύμματος που φορούσαν στο κεφάλι οι Έλληνες επί Τουρκοκρατίας. Τα καπέλα ήταν ελάχιστα και τα φορούαν οι πολίτες ανάλογα με την τάξη στην οποία ανήκαν.
Δηλαδή, άλλο κάλυμμα είχαν οι άρχοντες, άλλο οι νοικοκύρηδες και άλλο οι χωρικοί. Έτσι, η φράση «πληρώνουμε τα μαλλιά της κεφαλής μας» παραπέμπει στον φόρο που αντιστοιχεί στο κεφάλι του καθενός. Γιατί ο άρχοντας πλήρωνε πολύ μεγαλύτερο ποσό από τον ξωτάρη, που πλήρωνε ελάχιστο και φορούσε το απλό φέσι. Συχνά οι πλούσιοι και οι μεγαλόσχημοι συνδύαζαν το περίτεχνο καπέλο και με ρούχα που υποδήλωναν την ισχυρή οικονομική τους θέση. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν ο περίφημος «τζουμπές», ένα είδος μανδύα σαν πανωφόρι που φορούσαν οι έμποροι και οι αξιωματούχοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτό εξακολουθούσε να φορά και στην ελεύθερη Ελλάδα ο πρωθυπουργός Δημήτριος Βούλγαρης, ως ένδειξη κοινωνικής και πολιτικής ισχύος, παρά το γεγονός ότι το ένδυμα παρέπεμπε απευθείας στην Τουρκοκρατία. Γι’ αυτό ο υδραίος πολιτικός απέκτησε το προσωνύμιο ο Τζουμπές. Η πολιτική του πορεία στιγματίστηκε από σκάνδαλα και πέθανε από κατάθλιψη μετά την απόλυσή του από τον βασιλιά Γεώργιο. Οι Οθωμανοί έμειναν στην εξουσία πολλούς αιώνες και η φορολογία παρουσιάζει διακυμάνσεις, καθώς υπήρξαν καλές και κακές περίοδοι για τους φορολογούμενους. Σε κάθε περίπτωση, με το κατάλληλο μπαξίσι η φοροδιαφυγή ήταν διασφαλισμένη. Και αυτό στην Ελλάδα δεν άλλαξε ποτέ.