ΤΡΥΠΗΤΗ(ΎΠΑΝΑ, ΙΣΟΒΑ 'Η ΜΠΙΤΖΙΜΠΑΡΔΙ ): " Ίσταται κατά τον βορράν, στηριζόμενο επί φυσικού μπαλκονίου, εξόχως μεγαλοπρεπής και η περικλείουσα αιώνια βλάστηση αποτελεί τον μανδύα του. Αυτός λάμπει και απαστράπει εις όλα τα παιχνίδια των χρωμάτων εις καθημερινό θέαμα και ακτινοβολεί ως φαιοπράσινη φλόγα υπό τας πρωϊνάς αχτίδας του ηλίου".

''Πρός άρκτον δ' 'ομορα ήν τω Πύλω δύο πολίδια Τριφυλιακά 'Υπανα και Τυπανέαι και ποταμοί δε δύο εγγύς ρέουσι, ο τε Δαλίων (Διάγων) και ο Αχέρων εκβάλοντες εις τον Αλφειόν"
(Στράβων Η΄3,15)

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

Αλή Μουλάς - Δελγιώτης, Ιστορικό Διήγημα! (Δ΄Μέρος)

ΑΛΗ ΜΟΥΛΑΣ 
Ιστορικό Διήγημα υπό Αγ. Τσελάλη  ( Ολυμπιακά Χρονικά 1970)


...» Να παραδώστε τάρματα, να φύγετε απείραχτοι. Ειδέ θα γίνει πόλεμος. Το κρίμα στο λαιμό σας για τα αθώα πλάσματα».
Επικρογέλασε ο αγάς.
- Σε ποιον να παραδώσουμε;… Στους σκλάβους, στα κοπέλια μας;
- Η Πόλη, όλη η Ελλάδα είναι Ελληνικά, ως ήταν και θα είναι. Οι Τούρκοι έφυγαν στην Κόκκινη Μηλιά. Εσείς τι καρτερείτε;
- Τίνος, τα λες εφτούνα, ρε γκιαούρη; Εβγήκε έξαλλος μπροστά ο φοβερός Καντράγας. Πέντ΄έξη νοματαίοι και οι χαϊνηδες παίρνουν στο λαιμό τους το φουκαρά ραγιά και παιδεύουν τη φτώχεια, δεν την αφίνουν να κοιτάξει τη φτώχεια της και τη δουλειά της…
- Γύρισε και πες΄τους να τραβηχτούνε οι πιστοί ραγιάδες μας και μην ακούν τους ψεύτες και τους κλέφτες. Αν θέλουν ρουσφέτια, ναρθούν εδώ οι προεστοί κι΄εδώ είμαι εγώ και για καλό και για κακό. Είπε επίσημα, με μαλακιά φωνή ο Αλή Μουλάς.
Υψώθηκε μια οχλαλοή. – «Να φύγουμε…, ίκινι…» - «Όχι, δε φεύγουμε…Θάνατος στους γκιαούρηδες…»
Ο κήρυκας έσχισε το πλήθος, πέρασε ατάραχος, μέριασαν,έφυγε.
Οι Τούρκοι ετοιμαστήκανε γοργά. Πίστεψαν πως τους έζωσαν χιλιάδες. Τάχασαν, τρόμαξαν. Άλλοι εφώναζαν να φύγουν, να προλάβουν να μπούνε στο κάστρο της Καρύταινας. Άλλοι απειλούσαν κι΄έβριζαν, αλλάλαζαν.
Μοιρολογούσε σα γυναίκα ο Καρατζαφέρ αγάς του Ζάχα.
- Ό, έ, μπούκουρο Φανάρι!...Άαχ, όμορφο Φανάρι…Αλλάχ, Αλλάχ. Φανάρι με τα κρύα νερά, με τις τρανές κυράδες, με τις βαριές αρχόντισσες, τις καλομαθημένες, όπου δε καταδέχονται τη γη να την πατήσουν, τώρα θα καταντήσουνε κοπέλες των ραγιάδων…Να κουβαλάν ζαλιά με τα βαρέλια το νερό και να φυλάν γουρούνια…Χούφτιξε και τράβαγε τα δασειά του γένια.
Δεν το χωράει το μυαλό τους, δεν το δέχεται η ψυχή τους ν΄αφίσουν το Φανάρι τους το δροσερό, το πολυαγαπημένο…Πώς να το αφίσουν να πέσει στα χέρια των ραγιάδων τους, που δούλευαν ως εχτές και έσκυφταν και τους έσφιγγαν της σκλαβιά στους τα λουριά και τους έσφιγγε και η φτώχεια και η σκλαβιά και τώρα σφίγγουν το Φανάρι και σφίγγεται και των Τούρκων η ψυχή…
Γύρω στον Αλή Μουλά τρέμουν μανούλες με παιδιά, γυναίκες για τους άντρες…Τρέμουν μη ρωμιέψουν τα παιδιά τους οι Ρωμιοί, μη χριστιανέψουν τα χανουμάκια τους, τα τσογλάνια τους οι γκιαουροπαπάδες. Οι ΄γέροι τραβάν τις γενειάδες τους και σφίγγουν τα δόντια. Απ’ άκρη σ’  άκρη στο Φανάρι σπαραγμός, αλλαλαγμός και βόγγος.
Σφίγγεται η ψυχή τους. Είναι δεμένη με τα σπίτια τους, τα δέντρα τους, τις αυλές, τις βρύσες… Ξεσηκώνεται τούτο το βιος; Τι να πρωτοπάρουν! Σηκώνονται τα πολυτελέστατα σαράγια, οι κατάμεστες αποθήκες, τα πελεκητά τζαμιά;…Πως ν’ αφίσουν τα κτήματά τους; Πώς να μαζέψουν τόσα σκεύη, έπιπλα, στολίδια, ρουχισμό; Ξεριζώνεται η ψυχή τους από ούλα τούτα;
Και που να πάνε;…Πώς να πάνε, που η Κλεφτουριά έζωσε το Φανάρι; Κλείσανε οι στράτες του Μοριά..
Ααα, τούτη η απρόσμενη συφορά! Απλώνονται τα χέρια προς τον Αλή Μουλά ικετευτικά, μ’ ελπίδα στην αξιωσύνη του. Στυλώνονται τα μάτια φοβισμένα, τα χείλη σφιγμένα από απελπισιά και πίκρα, με πίστη στην αντρειωσύνη του.
- Να φύγουμε…Θα μας σφάξει η Κλεφτουριά… Θ’ απολυθεί η ξυπολυσιά, η γύμνια και η λίμα και ποιος μπορεί να την κρατήσει;…
Συγκλονίστικε από της απελπισιάς τα λόγια ο Αλή Μουλάς. Κύτταξε όλο τούτο το πλήθος των ανθρώπων, που ήταν ως τα χτες αμέριμνο κι’ αγέρωχο κι’ ευτυχισμένο. Είδε τις γυναίκες με τα παιδιά στην αγκαλιά ξώφρενες και τα παιδιά στις αγκαλιές τους παραξενεμένα. Κι΄ ήταν οι ματιές τους όλο φως κι’ αγγελικό φτερούγισμα. Έγνεφαν με τα χεράκια τους και του χαμογελούσαν. Έπεσε η ματιά του στην Εμινέ χανούμ, στα σπλάχνα της, που έθρεφαν το σπλάχνο του. Κι’ εστράφη ψηλά στο Λύκαιο, ακολουθώντας την αμφίγνωμη σκέψη που τον βασάνιζε.
Πώς να παρατήσει ούλους τούτους τους ανθρώπους που τον αγάπησαν; Τα’ αδύναστα, τ’ αθώα πλάσματα που κρέμονται στο λαιμό του; Τίναξε το κεφάλι του και η ολομέταξη φούντα του πλατειού κόκκινου φεσιού του ετινάχτη πέρα δώθε με το τίναγμα του κεφαλιού του. Και είπε:

- Ετοιμασθήτε…Να φύγουμε…Θα φύγουμε…Να πάμε στην Καρύταινα, όσο να περάσει το κακό…Πάρτε ό,τι, όσα μπορείτε…Θα γυρίσουμε και θα τα ξαναβρούμε. Οι ραγιάδες, που κράζουνε για λευτεριά, - τι λευτεριά; Η λευτεριά είναι γι’ αυτούς θάνατος – θα φαγωθούν συναμεταξύ τους. Ο σκλάβος αν ξεσκλαβωθεί, θέλει να γίνει σκλαβωτής, για να σκλαβώσει άλλους. Μη φοβώστε. Θα γυρίσουμε στα σπίτια μας, στο βιος μας…Είπε, έρριξε στο πλήθος τη ματιά του και η μορφή του εσκλήρηνε, η φωνή του αγρίεψε.
Συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου